αρμηνεύω

αρμηνεύω
και ορμηνεύω
νουθετώ, συμβουλεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. < ερμηνεύω, με προληπτική ανομοίωση του ε-σε α- ή ο-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αρμήνεια — και ορμήνεια, η συμβουλή, νουθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταρρηματικός σχηματισμός < αρμηνεύω (πρβλ. ζήλεια < ζηλεύω, ορμήνεια < ορμηνεύω)] …   Dictionary of Greek

  • ορμηνεύω — (Μ ὁρμηνεύω) συμβουλεύω, καθοδηγώ, νουθετώ νεοελλ. 1. υποδεικνύω σε κάποιον κάτι 2. φρ. «μάρτυρας ορμηνεμένος» μάρτυρας που καταθέτει ενώπιον τού δικαστηρίου ό,τι τού έχει υποδείξει ο διάδικος ο οποίος τον έχει προτείνει ως μάρτυρα 3. παροιμ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”